Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γηγενής
γηγῆλιξ
γήδιον
γῄδιον
γηθαλάσσιος
γηθαλέος
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήϊνος
γηΐτης
γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
View word page
γηθυλλίς
spring onion
ShortDef
spring onion
Debugging
Headword:
γηθυλλίς
Headword (normalized):
γηθυλλίς
Headword (normalized/stripped):
γηθυλλις
IDX:
18869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18870
Key:
Data
{'content': 'spring onion'}