Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γηγενέτης
γηγενής
γηγῆλιξ
γήδιον
γῄδιον
γηθαλάσσιος
γηθαλέος
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήϊνος
γηΐτης
γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
View word page
γηθόσυνος
joyful, glad at
ShortDef
joyful, glad at
Debugging
Headword:
γηθόσυνος
Headword (normalized):
γηθόσυνος
Headword (normalized/stripped):
γηθοσυνος
IDX:
18868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18869
Key:
Data
{'content': 'joyful, glad at'}