Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γῆ
γηγενέτης
γηγενής
γηγῆλιξ
γήδιον
γῄδιον
γηθαλάσσιος
γηθαλέος
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήϊνος
γηΐτης
γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
View word page
γηθοσύνη
joy, delight
ShortDef
joy, delight
Debugging
Headword:
γηθοσύνη
Headword (normalized):
γηθοσύνη
Headword (normalized/stripped):
γηθοσυνη
IDX:
18867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18868
Key:
Data
{'content': 'joy, delight'}