Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεωχαρής
γῆ
γηγενέτης
γηγενής
γηγῆλιξ
γήδιον
γῄδιον
γηθαλάσσιος
γηθαλέος
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήϊνος
γηΐτης
γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
View word page
γηθέω
to rejoice
ShortDef
to rejoice
Debugging
Headword:
γηθέω
Headword (normalized):
γηθέω
Headword (normalized/stripped):
γηθεω
IDX:
18866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18867
Key:
Data
{'content': 'to rejoice'}