Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεωρυχία
γεωρύχος
γεωτομία
γεωτόμος
γεωτραγία
γεωφανής
γεωχαρής
γῆ
γηγενέτης
γηγενής
γηγῆλιξ
γήδιον
γῄδιον
γηθαλάσσιος
γηθαλέος
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήϊνος
View word page
γηγῆλιξ
field-mouse
ShortDef
field-mouse
Debugging
Headword:
γηγῆλιξ
Headword (normalized):
γηγῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
γηγηλιξ
IDX:
18860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18861
Key:
Data
{'content': 'field-mouse'}