Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεωργία
γεωργικός
γεώργιον
γεωργός
γεωργώδης
γεωρυχέω
γεωρυχία
γεωρύχος
γεωτομία
γεωτόμος
γεωτραγία
γεωφανής
γεωχαρής
γῆ
γηγενέτης
γηγενής
γηγῆλιξ
γήδιον
γῄδιον
γηθαλάσσιος
γηθαλέος
View word page
γεωτραγία
an eating of earthy substances
ShortDef
an eating of earthy substances
Debugging
Headword:
γεωτραγία
Headword (normalized):
γεωτραγία
Headword (normalized/stripped):
γεωτραγια
IDX:
18854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18855
Key:
Data
{'content': 'an eating of earthy substances'}