Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεωργητέον
γεωργία
γεωργικός
γεώργιον
γεωργός
γεωργώδης
γεωρυχέω
γεωρυχία
γεωρύχος
γεωτομία
γεωτόμος
γεωτραγία
γεωφανής
γεωχαρής
γῆ
γηγενέτης
γηγενής
γηγῆλιξ
γήδιον
γῄδιον
γηθαλάσσιος
View word page
γεωτόμος
cutting the ground, ploughing

ShortDef

cutting the ground, ploughing

Debugging

Headword:
γεωτόμος
Headword (normalized):
γεωτόμος
Headword (normalized/stripped):
γεωτομος
IDX:
18853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18854
Key:

Data

{'content': 'cutting the ground, ploughing'}