Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεωργήσιμος
γεωργητέον
γεωργία
γεωργικός
γεώργιον
γεωργός
γεωργώδης
γεωρυχέω
γεωρυχία
γεωρύχος
γεωτομία
γεωτόμος
γεωτραγία
γεωφανής
γεωχαρής
γῆ
γηγενέτης
γηγενής
γηγῆλιξ
γήδιον
γῄδιον
View word page
γεωτομία
turning up the earth, ploughing
ShortDef
turning up the earth, ploughing
Debugging
Headword:
γεωτομία
Headword (normalized):
γεωτομία
Headword (normalized/stripped):
γεωτομια
IDX:
18852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18853
Key:
Data
{'content': 'turning up the earth, ploughing'}