Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεωπόνος
γεωργέω
γεώργημα
γεωργήσιμος
γεωργητέον
γεωργία
γεωργικός
γεώργιον
γεωργός
γεωργώδης
γεωρυχέω
γεωρυχία
γεωρύχος
γεωτομία
γεωτόμος
γεωτραγία
γεωφανής
γεωχαρής
γῆ
γηγενέτης
γηγενής
View word page
γεωρυχέω
to dig in the earth, dig a mine
ShortDef
to dig in the earth, dig a mine
Debugging
Headword:
γεωρυχέω
Headword (normalized):
γεωρυχέω
Headword (normalized/stripped):
γεωρυχεω
IDX:
18849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18850
Key:
Data
{'content': 'to dig in the earth, dig a mine'}