Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπονία
γεωπονικός
γεωπόνος
γεωργέω
γεώργημα
γεωργήσιμος
γεωργητέον
γεωργία
γεωργικός
γεώργιον
γεωργός
γεωργώδης
γεωρυχέω
γεωρυχία
γεωρύχος
γεωτομία
γεωτόμος
γεωτραγία
View word page
γεωργία
tillage, agriculture, farming

ShortDef

tillage, agriculture, farming

Debugging

Headword:
γεωργία
Headword (normalized):
γεωργία
Headword (normalized/stripped):
γεωργια
IDX:
18844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18845
Key:

Data

{'content': 'tillage, agriculture, farming'}