Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεωνόμος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπονία
γεωπονικός
γεωπόνος
γεωργέω
γεώργημα
γεωργήσιμος
γεωργητέον
γεωργία
γεωργικός
γεώργιον
γεωργός
γεωργώδης
γεωρυχέω
γεωρυχία
γεωρύχος
γεωτομία
γεωτόμος
View word page
γεωργητέον
one must till the soil

ShortDef

one must till the soil

Debugging

Headword:
γεωργητέον
Headword (normalized):
γεωργητέον
Headword (normalized/stripped):
γεωργητεον
IDX:
18843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18844
Key:

Data

{'content': 'one must till the soil'}