Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεώνιον
γεωνόμος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπονία
γεωπονικός
γεωπόνος
γεωργέω
γεώργημα
γεωργήσιμος
γεωργητέον
γεωργία
γεωργικός
γεώργιον
γεωργός
γεωργώδης
γεωρυχέω
γεωρυχία
γεωρύχος
γεωτομία
View word page
γεωργήσιμος
tilled
ShortDef
tilled
Debugging
Headword:
γεωργήσιμος
Headword (normalized):
γεωργήσιμος
Headword (normalized/stripped):
γεωργησιμος
IDX:
18842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18843
Key:
Data
{'content': 'tilled'}