Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεωμορικός
γεωμόρος
γεώνιον
γεωνόμος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπονία
γεωπονικός
γεωπόνος
γεωργέω
γεώργημα
γεωργήσιμος
γεωργητέον
γεωργία
γεωργικός
γεώργιον
γεωργός
γεωργώδης
γεωρυχέω
γεωρυχία
View word page
γεωργέω
to be a husbandman, farmer

ShortDef

to be a husbandman, farmer

Debugging

Headword:
γεωργέω
Headword (normalized):
γεωργέω
Headword (normalized/stripped):
γεωργεω
IDX:
18840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18841
Key:

Data

{'content': 'to be a husbandman, farmer'}