Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεωμετρικός
γεωμιγής
γεωμορέω
γεωμορία
γεωμορικός
γεωμόρος
γεώνιον
γεωνόμος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπονία
γεωπονικός
γεωπόνος
γεωργέω
γεώργημα
γεωργήσιμος
γεωργητέον
γεωργία
γεωργικός
γεώργιον
View word page
γεωπονέω
to till the ground

ShortDef

to till the ground

Debugging

Headword:
γεωπονέω
Headword (normalized):
γεωπονέω
Headword (normalized/stripped):
γεωπονεω
IDX:
18836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18837
Key:

Data

{'content': 'to till the ground'}