Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεωμέτρητος
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμιγής
γεωμορέω
γεωμορία
γεωμορικός
γεωμόρος
γεώνιον
γεωνόμος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπονία
γεωπονικός
γεωπόνος
γεωργέω
γεώργημα
γεωργήσιμος
γεωργητέον
γεωργία
View word page
γεώπεδον
portion

ShortDef

portion

Debugging

Headword:
γεώπεδον
Headword (normalized):
γεώπεδον
Headword (normalized/stripped):
γεωπεδον
IDX:
18834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18835
Key:

Data

{'content': 'portion'}