Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεώλοφος
γεωμαντεία
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμέτρητος
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμιγής
γεωμορέω
γεωμορία
γεωμορικός
γεωμόρος
γεώνιον
γεωνόμος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπονία
γεωπονικός
γεωπόνος
γεωργέω
View word page
γεωμορικός
concerning
ShortDef
concerning
Debugging
Headword:
γεωμορικός
Headword (normalized):
γεωμορικός
Headword (normalized/stripped):
γεωμορικος
IDX:
18830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18831
Key:
Data
{'content': 'concerning'}