Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμαντεία
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμέτρητος
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμιγής
γεωμορέω
γεωμορία
γεωμορικός
γεωμόρος
γεώνιον
γεωνόμος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπονία
γεωπονικός
γεωπόνος
View word page
γεωμορία
a portion of land
ShortDef
a portion of land
Debugging
Headword:
γεωμορία
Headword (normalized):
γεωμορία
Headword (normalized/stripped):
γεωμορια
IDX:
18829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18830
Key:
Data
{'content': 'a portion of land'}