Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμαντεία
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμέτρητος
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμιγής
γεωμορέω
γεωμορία
γεωμορικός
γεωμόρος
γεώνιον
γεωνόμος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπονία
γεωπονικός
View word page
γεωμορέω
till

ShortDef

till

Debugging

Headword:
γεωμορέω
Headword (normalized):
γεωμορέω
Headword (normalized/stripped):
γεωμορεω
IDX:
18828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18829
Key:

Data

{'content': 'till'}