Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεωδαίστης
γεωδαιτέομαι
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμαντεία
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμέτρητος
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμιγής
γεωμορέω
γεωμορία
γεωμορικός
γεωμόρος
γεώνιον
γεωνόμος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπονέω
View word page
γεωμετρικός
of or for geometry, geometrical; skilled in geometry
ShortDef
of or for geometry, geometrical; skilled in geometry
Debugging
Headword:
γεωμετρικός
Headword (normalized):
γεωμετρικός
Headword (normalized/stripped):
γεωμετρικος
IDX:
18826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18827
Key:
Data
{'content': 'of or for geometry, geometrical; skilled in geometry'}