Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεωγραφικός
γεωγράφος
γεωδαισία
γεωδαίστης
γεωδαιτέομαι
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμαντεία
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμέτρητος
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμιγής
γεωμορέω
γεωμορία
γεωμορικός
γεωμόρος
γεώνιον
γεωνόμος
View word page
γεωμέτρης
a land-measurer, geometer
ShortDef
a land-measurer, geometer
Debugging
Headword:
γεωμέτρης
Headword (normalized):
γεωμέτρης
Headword (normalized/stripped):
γεωμετρης
IDX:
18823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18824
Key:
Data
{'content': 'a land-measurer, geometer'}