Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεωγραφία
γεωγραφικός
γεωγράφος
γεωδαισία
γεωδαίστης
γεωδαιτέομαι
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμαντεία
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμέτρητος
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμιγής
γεωμορέω
γεωμορία
γεωμορικός
γεωμόρος
γεώνιον
View word page
γεωμετρέω
to measure the earth, to practise

ShortDef

to measure the earth, to practise

Debugging

Headword:
γεωμετρέω
Headword (normalized):
γεωμετρέω
Headword (normalized/stripped):
γεωμετρεω
IDX:
18822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18823
Key:

Data

{'content': 'to measure the earth, to practise'}