Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεφυρωτής
γεωγραφέω
γεωγραφία
γεωγραφικός
γεωγράφος
γεωδαισία
γεωδαίστης
γεωδαιτέομαι
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμαντεία
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμέτρητος
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμιγής
γεωμορέω
γεωμορία
γεωμορικός
View word page
γεώλοφος
(adj.) crested with earth; (n.) hill
ShortDef
(adj.) crested with earth; (n.) hill
Debugging
Headword:
γεώλοφος
Headword (normalized):
γεώλοφος
Headword (normalized/stripped):
γεωλοφος
IDX:
18820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18821
Key:
Data
{'content': '(adj.) crested with earth; (n.) hill'}