Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεφυρόω
γεφύρωμα
γεφύρωσις
γεφυρωτής
γεωγραφέω
γεωγραφία
γεωγραφικός
γεωγράφος
γεωδαισία
γεωδαίστης
γεωδαιτέομαι
γεώδης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωμαντεία
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμέτρητος
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμιγής
View word page
γεωδαιτέομαι
divide, parcel out land

ShortDef

divide, parcel out land

Debugging

Headword:
γεωδαιτέομαι
Headword (normalized):
γεωδαιτέομαι
Headword (normalized/stripped):
γεωδαιτεομαι
IDX:
18817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18818
Key:

Data

{'content': 'divide, parcel out land'}