Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεύω
γέφυρα
Γεφυραῖος
γεφυρίζω
γεφυρισμός
γεφυριστής
γεφυροποιέω
γεφυροποιός
γεφυρουργία
γεφυρόω
γεφύρωμα
γεφύρωσις
γεφυρωτής
γεωγραφέω
γεωγραφία
γεωγραφικός
γεωγράφος
γεωδαισία
γεωδαίστης
γεωδαιτέομαι
γεώδης
View word page
γεφύρωμα
bridge

ShortDef

bridge

Debugging

Headword:
γεφύρωμα
Headword (normalized):
γεφύρωμα
Headword (normalized/stripped):
γεφυρωμα
IDX:
18808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18809
Key:

Data

{'content': 'bridge'}