Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεύστης
γευστικός
Γευστός
γευστός
γεύω
γέφυρα
Γεφυραῖος
γεφυρίζω
γεφυρισμός
γεφυριστής
γεφυροποιέω
γεφυροποιός
γεφυρουργία
γεφυρόω
γεφύρωμα
γεφύρωσις
γεφυρωτής
γεωγραφέω
γεωγραφία
γεωγραφικός
γεωγράφος
View word page
γεφυροποιέω
make a bridge

ShortDef

make a bridge

Debugging

Headword:
γεφυροποιέω
Headword (normalized):
γεφυροποιέω
Headword (normalized/stripped):
γεφυροποιεω
IDX:
18804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18805
Key:

Data

{'content': 'make a bridge'}