Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γευστέον
γευστήριον
γεύστης
γευστικός
Γευστός
γευστός
γεύω
γέφυρα
Γεφυραῖος
γεφυρίζω
γεφυρισμός
γεφυριστής
γεφυροποιέω
γεφυροποιός
γεφυρουργία
γεφυρόω
γεφύρωμα
γεφύρωσις
γεφυρωτής
γεωγραφέω
γεωγραφία
View word page
γεφυρισμός
gross abuse
ShortDef
gross abuse
Debugging
Headword:
γεφυρισμός
Headword (normalized):
γεφυρισμός
Headword (normalized/stripped):
γεφυρισμος
IDX:
18802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18803
Key:
Data
{'content': 'gross abuse'}