Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεύομαι
γεῦος
γεῦσις
γευστέον
γευστήριον
γεύστης
γευστικός
Γευστός
γευστός
γεύω
γέφυρα
Γεφυραῖος
γεφυρίζω
γεφυρισμός
γεφυριστής
γεφυροποιέω
γεφυροποιός
γεφυρουργία
γεφυρόω
γεφύρωμα
γεφύρωσις
View word page
γέφυρα
(Homer) a dyke, dam; (classical) bridge
ShortDef
(Homer) a dyke, dam; (classical) bridge
Debugging
Headword:
γέφυρα
Headword (normalized):
γέφυρα
Headword (normalized/stripped):
γεφυρα
IDX:
18799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18800
Key:
Data
{'content': '(Homer) a dyke, dam; (classical) bridge'}