Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
γερροχελώνη
γέρσυμον
γέρων
Γέτας
Γέτης
γεῦμα
γεύομαι
γεῦος
γεῦσις
γευστέον
γευστήριον
γεύστης
γευστικός
Γευστός
γευστός
γεύω
γέφυρα
Γεφυραῖος
View word page
γεῦος
ass
ShortDef
ass
Debugging
Headword:
γεῦος
Headword (normalized):
γεῦος
Headword (normalized/stripped):
γευος
IDX:
18790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18791
Key:
Data
{'content': 'ass'}