Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
γερροχελώνη
γέρσυμον
γέρων
Γέτας
Γέτης
γεῦμα
γεύομαι
γεῦος
γεῦσις
γευστέον
γευστήριον
γεύστης
γευστικός
Γευστός
γευστός
γεύω
γέφυρα
View word page
γεύομαι
taste

ShortDef

taste

Debugging

Headword:
γεύομαι
Headword (normalized):
γεύομαι
Headword (normalized/stripped):
γευομαι
IDX:
18789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18790
Key:

Data

{'content': 'taste'}