Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
γερροχελώνη
γέρσυμον
γέρων
Γέτας
Γέτης
γεῦμα
γεύομαι
γεῦος
γεῦσις
γευστέον
γευστήριον
γεύστης
γευστικός
Γευστός
View word page
Γέτας
Geta
ShortDef
Geta
Debugging
Headword:
Γέτας
Headword (normalized):
γέτας
Headword (normalized/stripped):
γετας
IDX:
18786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18787
Key:
Data
{'content': 'Geta'}