Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερουσιάρχης
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
γερροχελώνη
γέρσυμον
γέρων
Γέτας
Γέτης
γεῦμα
γεύομαι
γεῦος
γεῦσις
γευστέον
γευστήριον
γεύστης
γευστικός
View word page
γέρων
an old man (in apposition as adj., old)

ShortDef

an old man (in apposition as adj., old)

Debugging

Headword:
γέρων
Headword (normalized):
γέρων
Headword (normalized/stripped):
γερων
IDX:
18785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18786
Key:

Data

{'content': 'an old man (in apposition as adj., old)'}