Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
γερροχελώνη
γέρσυμον
γέρων
Γέτας
Γέτης
γεῦμα
γεύομαι
γεῦος
γεῦσις
View word page
γερροφόροι
a kind of troops that used wicker shields

ShortDef

a kind of troops that used wicker shields

Debugging

Headword:
γερροφόροι
Headword (normalized):
γερροφόροι
Headword (normalized/stripped):
γερροφοροι
IDX:
18781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18782
Key:

Data

{'content': 'a kind of troops that used wicker shields'}