Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
γερροχελώνη
γέρσυμον
γέρων
Γέτας
Γέτης
γεῦμα
γεύομαι
γεῦος
View word page
γέρρον
anything made of wicker-work

ShortDef

anything made of wicker-work

Debugging

Headword:
γέρρον
Headword (normalized):
γέρρον
Headword (normalized/stripped):
γερρον
IDX:
18780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18781
Key:

Data

{'content': 'anything made of wicker-work'}