Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
γερροχελώνη
γέρσυμον
γέρων
Γέτας
Γέτης
γεῦμα
γεύομαι
View word page
γερράδια
mats of plaited work

ShortDef

mats of plaited work

Debugging

Headword:
γερράδια
Headword (normalized):
γερράδια
Headword (normalized/stripped):
γερραδια
IDX:
18779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18780
Key:

Data

{'content': 'mats of plaited work'}