Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
γερροχελώνη
View word page
γερουσία
a Council of Elders, Senate

ShortDef

a Council of Elders, Senate

Debugging

Headword:
γερουσία
Headword (normalized):
γερουσία
Headword (normalized/stripped):
γερουσια
IDX:
18773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18774
Key:

Data

{'content': 'a Council of Elders, Senate'}