Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
View word page
γεροντομανία
craze

ShortDef

craze

Debugging

Headword:
γεροντομανία
Headword (normalized):
γεροντομανία
Headword (normalized/stripped):
γεροντομανια
IDX:
18772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18773
Key:

Data

{'content': 'craze'}