Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
View word page
γεροντοκομεῖον
hospital for the old

ShortDef

hospital for the old

Debugging

Headword:
γεροντοκομεῖον
Headword (normalized):
γεροντοκομεῖον
Headword (normalized/stripped):
γεροντοκομειον
IDX:
18771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18772
Key:

Data

{'content': 'hospital for the old'}