Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
View word page
γεροντοειδής
like an old man

ShortDef

like an old man

Debugging

Headword:
γεροντοειδής
Headword (normalized):
γεροντοειδής
Headword (normalized/stripped):
γεροντοειδης
IDX:
18770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18771
Key:

Data

{'content': 'like an old man'}