Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
View word page
γεροντοδιδάσκαλος
an old man's master

ShortDef

an old man's master

Debugging

Headword:
γεροντοδιδάσκαλος
Headword (normalized):
γεροντοδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
γεροντοδιδασκαλος
IDX:
18769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18770
Key:

Data

{'content': "an old man's master"}