Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερουσίας
γερουσιαστής
γερούσιος
View word page
γεροντογρᾴδιο
old man-woman

ShortDef

old man-woman

Debugging

Headword:
γεροντογρᾴδιο
Headword (normalized):
γεροντογρᾴδιο
Headword (normalized/stripped):
γεροντογραδιο
IDX:
18768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18769
Key:

Data

{'content': 'old man-woman'}