Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερουσίας
View word page
γεροντικός
of or for old men

ShortDef

of or for old men

Debugging

Headword:
γεροντικός
Headword (normalized):
γεροντικός
Headword (normalized/stripped):
γεροντικος
IDX:
18766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18767
Key:

Data

{'content': 'of or for old men'}