Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
View word page
γεροντίας
father's father
ShortDef
father's father
Debugging
Headword:
γεροντίας
Headword (normalized):
γεροντίας
Headword (normalized/stripped):
γεροντιας
IDX:
18764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18765
Key:
Data
{'content': "father's father"}