Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
γερουσία
View word page
γεροντεύω
to be a senator

ShortDef

to be a senator

Debugging

Headword:
γεροντεύω
Headword (normalized):
γεροντεύω
Headword (normalized/stripped):
γεροντευω
IDX:
18763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18764
Key:

Data

{'content': 'to be a senator'}