Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντομανία
View word page
γερόντειος
belonging to an old man

ShortDef

belonging to an old man

Debugging

Headword:
γερόντειος
Headword (normalized):
γερόντειος
Headword (normalized/stripped):
γεροντειος
IDX:
18762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18763
Key:

Data

{'content': 'belonging to an old man'}