Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
View word page
γεροντεία
membership of a γερουσία

ShortDef

membership of a γερουσία

Debugging

Headword:
γεροντεία
Headword (normalized):
γεροντεία
Headword (normalized/stripped):
γεροντεια
IDX:
18761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18762
Key:

Data

{'content': 'membership of a γερουσία'}