Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
View word page
γεροῖα
tales of old time
ShortDef
tales of old time
Debugging
Headword:
γεροῖα
Headword (normalized):
γεροῖα
Headword (normalized/stripped):
γεροια
IDX:
18759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18760
Key:
Data
{'content': 'tales of old time'}