Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
View word page
γερηφορία
enjoyment of privileges

ShortDef

enjoyment of privileges

Debugging

Headword:
γερηφορία
Headword (normalized):
γερηφορία
Headword (normalized/stripped):
γερηφορια
IDX:
18758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18759
Key:

Data

{'content': 'enjoyment of privileges'}