Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
View word page
Γερήνιος
from Gerena

ShortDef

from Gerena

Debugging

Headword:
Γερήνιος
Headword (normalized):
γερήνιος
Headword (normalized/stripped):
γερηνιος
IDX:
18757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18758
Key:

Data

{'content': 'from Gerena'}