Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γέραρος
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
View word page
γερεαφόρος
one who enjoys perquisites
ShortDef
one who enjoys perquisites
Debugging
Headword:
γερεαφόρος
Headword (normalized):
γερεαφόρος
Headword (normalized/stripped):
γερεαφορος
IDX:
18756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18757
Key:
Data
{'content': 'one who enjoys perquisites'}