Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεραόχος
γεραρός
γέραρος
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντίας
View word page
γερδιών
weaving-shed

ShortDef

weaving-shed

Debugging

Headword:
γερδιών
Headword (normalized):
γερδιών
Headword (normalized/stripped):
γερδιων
IDX:
18754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18755
Key:

Data

{'content': 'weaving-shed'}